κροκύδα — κροκύς flock fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… … Dictionary of Greek
κροκίδα — η (Α κροκίς, ίδος) κροκύδα* αρχ. μυγοχάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. ίς (πρβλ. σκελ ίς, φιαλ ίς)] … Dictionary of Greek
κροκύδιον — κροκύδιον, τὸ (AM) [κροκύς] μικρή κροκύδα … Dictionary of Greek
κροκύς — κροκύς, ύδος, ἡ (AM) βλ. κροκύδα … Dictionary of Greek
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek